Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δε μάτωσε

  • 1 μάτωσε

    η μύτη μου у меня из носа пошла кровь;
    2) перен. обливаться кровью (о сердце);

    μάτωσεει η ψυχή μου — у меня сердце кровью обливается;

    § δεν το μάτωσε — не лезть в драку, не вмешиваться;

    δεν το ματώσαμε ακόμα у нас ещё дело до драки не дошло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάτωσε

  • 2 μύτη

    η
    1) нос;

    ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;

    κυρτή μύτη — орлиный нос;

    μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;

    παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;

    η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;

    2) клюв;
    3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;

    έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;

    6) кончик, остриё (иглы и т. п.);
    7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);

    § χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;

    τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);

    σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;

    φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);

    δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;

    τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;

    μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;

    δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτηобошлось без кровопролития (о драке);

    περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύτη

См. также в других словарях:

  • αιματώνω — και ματώνω ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. πληγώνω, βάφω με αίμα: Μάτωσα το σακάκι μου. 2. λυπώ κάποιον υπερβολικά: Μου μάτωσε την καρδιά με τα λόγια του. Ως αμτβ. 3. υποφέρω από αιμορραγία: Ματώνει συχνά η μύτη μου. 4. λυπούμαι κάποιον πολύ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάτωτος — η, ο [ματώνω] 1. αυτός που δεν μάτωσε, δεν έχυσε αίμα 2. αυτός που δεν ματώθηκε, δεν λερώθηκε με αίμα …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»