-
1 μάτωσε
η μύτη μου у меня из носа пошла кровь;2) перен. обливаться кровью (о сердце);μάτωσεει η ψυχή μου — у меня сердце кровью обливается;
§
δεν το μάτωσε — не лезть в драку, не вмешиваться;δεν το ματώσαμε ακόμα у нас ещё дело до драки не дошло -
2 μύτη
η1) нос;ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;
κυρτή μύτη — орлиный нос;
μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;
παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;
η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;
2) клюв;3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;
6) кончик, остриё (иглы и т. п.);7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);§ χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;
τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);
σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;
φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);
δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;
τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;
μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;
δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτη — обошлось без кровопролития (о драке);
περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках
См. также в других словарях:
αιματώνω — και ματώνω ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. πληγώνω, βάφω με αίμα: Μάτωσα το σακάκι μου. 2. λυπώ κάποιον υπερβολικά: Μου μάτωσε την καρδιά με τα λόγια του. Ως αμτβ. 3. υποφέρω από αιμορραγία: Ματώνει συχνά η μύτη μου. 4. λυπούμαι κάποιον πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάτωτος — η, ο [ματώνω] 1. αυτός που δεν μάτωσε, δεν έχυσε αίμα 2. αυτός που δεν ματώθηκε, δεν λερώθηκε με αίμα … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek